καταστράπτων

καταστράπτων
καταστράπτω
hurl down lightning
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταστράπτω — (Α) 1. (για τον Δία και τον Απόλλωνα) ρίχνω στη γη αστραπές 2. χτυπώ κάποιον με αστραπή, τυφλώνω, θαμπώνω 3. γεμίζω με λάμψη κάτι, κάνω κάποιον ή κάτι να λάμπει από κάτι αστραφτερό («ἀργυροῑς... τοῑς ὅπλοις τὸ πεδίον καταστράπτων», Ηλιόδ.) 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”